πρόκριμα

πρόκριμα
4299 πρόκριμα
{сущ., 1}
предрассудок, предубеждение (1Тим. 5:21).*
ключ.сл.

Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. . 2006.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "πρόκριμα" в других словарях:

  • πρόκριμα — prejudgement neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόκριμα — το, ΝΑ [προκρίνω] νεοελλ. καθετί που συντελεί στον σχηματισμό προκαταρκτικής κρίσης («τα αποτελέσματα τής δημοσκόπησης αποτελούν πρόκριμα για τις επερχόμενες εκλογές») αρχ. 1. η εκ τών προτέρων κρίση ή απόφαση («χωρὶς προκρίματος μηδὲν ποιῶν κατὰ …   Dictionary of Greek

  • προκριμάτων — πρόκριμα prejudgement neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκρίματι — πρόκριμα prejudgement neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκρίματος — πρόκριμα prejudgement neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκριματίζω — Μ 1. ανακρίνω 2. παθ. προκριματίζομαι τιμωρούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ενεργ. τ. προκριματίζω < πρόκριμα, ατος, ενώ ο παθ. τ. προκριματίζομαι < προ * + κριματίζομαι (< κρίμα «σφάλμα, αμαρτία»)] …   Dictionary of Greek

  • προκριματικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει ή συντελεί ή αποβλέπει στον σχηματισμό προκαταρκτικής κρίσης 2. φρ. α) «προκριματικοί αγώνες» (αθλ.) αγώνες που γίνονται προκαταρκτικά για την ανάδειξη εκείνων που πρόκειται να συμμετάσχουν στους τελικούς… …   Dictionary of Greek

  • προτέρημα — το, ΝΜΑ [προτερῶ] 1. npoσόν ή χάρισμα φυσικό ή επίκτητο 2. πλεονέκτημα, υπεροχή 3. αρετή αρχ. 1. πρωτείο βαθμού ή ηλικίας, ανώτερη αξία 2. (στον πόλεμο) επικράτηση, νίκη («θεωρῶν δὲ τοὺς βαρβάρους ἐκ τοῡ προτερήματος θρασέως καὶ προπετῶς… …   Dictionary of Greek

  • ՄՏԱՀԱՃՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0305 Chronological Sequence: Early classical, 7c գ. Որպէս Ինքնահաճութիւն. հաւանութիւն ընդ կարծիս մտաց իւրոց՝ իւիք պաշարմամբ. յն. նախադատութիւն. πρόκριμα praejudicium. *Զայդ պահեսցես առանց մտահաճութեան, մի՛ ինչ առնել աչառանօք. ՟Ա. Տիմ.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»